ἀντωνυμικά

ἀντωνυμικά
ἀντωνυμικός
pronominal
neut nom/voc/acc pl
ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός
pronominal
fem nom/voc/acc dual
ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός
pronominal
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀντωνυμικάς — ἀντωνυμικά̱ς , ἀντωνυμικός pronominal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμη — και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη) Α. (χρονικό) 1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα «το μωρό κοιμάται ακόμη» β) μόλις, πριν από λίγο «ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη» 2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα «δεν έχω διαβάσει ακόμη» β) πριν, προτού να «ακόμη δεν μεγάλωσες …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην αντωνυμία ή παράγεται από αντωνυμία: Στη νεοελληνική γλώσσα έχουμε αντωνυμικά επιρρήματα (π.χ. πού, πώς, αλλού, παντού κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”